κυανόστολος

κυανόστολος
κῠᾰνόστολος, ον,
A dark-robed,

στήθεα Bion 1.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυανόστολος — κυανόστολος, ον (Α) ντυμένος στα μαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ στολος, λινό στολος] …   Dictionary of Greek

  • κυανόστολα — κυανόστολος dark robed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”